δηρόβιος

δηρόβιος
δηρόβιος και δωρ. τ. δαρόβιος -ον (Α)
αιωνόβιος, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • δαροβίοις — δᾱροβίοις , δηρόβιος long lived masc/fem/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαροβίοισι — δᾱροβίοισι , δηρόβιος long lived masc/fem/neut dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”